- λιθοδερκής
- λιθο-δερκής, Γοργώ, zu Stein blickend, durch den Anblick in Stein verwandelnd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθοδερκής — λιθοδερκής, ές (Α) αυτός που απολιθώνει με το βλέμμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. ιο δερκής, οξυ δερκής] … Dictionary of Greek
λιθοδερκέος — λιθοδερκής petrifying with a glance masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθόγληνος — λιθόγληνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λίθινους οφθαλμούς («λιθόγληνον πρόσωπον Τανταλίδος», Now.) 2. λιθοδερκής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)* + γλῆνος (τὸ) «μάτι»] … Dictionary of Greek